Γεννήθηκα τον χειμώνα, μιας σημαδιακής χρονιάς. Πήγα στο νηπιαγωγείο την τελευταία χρονιά της δικτατορίας και στην πρώτη τάξη του δημοτικού συμμετείχα σε γυμναστικές επιδείξεις. Για το άριστα εκείνο το καλοκαίρι, οι γονείς μου μου πήραν δώρο ένα ζευγάρι πατίνια. Έγινα εξπέρ στο είδος.
Γενικά, ήμουν καλός στα αθλήματα. Κυρίως στους δρόμους ταχύτητας, στο ποδόσφαιρο και στην κατακόρυφο. Στεκόμουν με τα πόδια πάνω μέχρι που ζαλιζόμουν. Επίσης διάβαζα πολύ και κοιμόμουν λίγο. Για να μην ξυπνάω την αδελφή μου, πήγαινα τις νύχτες στην κουζίνα. Εκεί διάβασα όλο το Ντίκενς αλλά και τρία βιβλία του Ντοστογιέφσκι – τον Ηλίθιο, τους Ταπεινούς και Καταφρονημένους και το Έγκλημα και Τιμωρία. Τους αδελφούς Καραμαζόφ δεν τους έχω διαβάσει ακόμα.
Μου έχουν πει ότι υπνοβατούσα. Η μαμά μου έβαζε εμπόδια δίπλα στο κρεβάτι, καθώς την έτρωγε η αγωνία ότι θα σηκωθώ, θα διασχίσω την τραπεζαρία, θα σηκώσω τα ρολά, θα ανοίξω τη μπαλκονόπορτα και θα πέσω από τον πέμπτο όροφο στο πεζοδρόμιο.
Είχαμε ένα δίπορτο τράιουμφ και κάναμε συχνά εκδρομές. Στο αυτοκίνητο υπήρχαν τρεις κασέτες: μια Θοδωράκης, μια Σαββόπουλος και μια με κάτι απαίσια ελαφρολαϊκά. Στους γονείς άρεσε ο Θοδωράκης, η αδελφή μου επέμενε να βάζουμε το Σαββόπουλο οπότε εγώ, υποχρεωτικά, υποστήριζα τα απαίσια ελαφρολαϊκά.
Μια Κυριακή, στη διάρκεια ενός πικ νικ, μια κάμπια εγκαταστάθηκε στο σβέρκο μου. Λίγες ώρες μετά, στο σπίτι, ρώτησα την αδελφή μου τι είχα εκεί και με ενοχλούσε. Εκείνη έβαλε τις φωνές και πέταξε το σκάκι που παίζαμε στον αέρα. Ο μπαμπάς έπιασε την κάμπια με μια χαρτοπετσέτα και την πέταξε από το μπαλκόνι.
Το σκάκι αυτό του το είχε χαρίσει, πίσω στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 50, ένας φίλος του, καταδικασμένος σε θάνατο. Τα πιόνια τα είχε φτιάξει στη φυλακή ο ίδιος ο θανατοποινίτης, για να περνάει η ώρα. Το σκάκι το έχω τώρα στο σπίτι μου. (Ένα άλογο είχε σπάσει αλλά το κόλλησα.)
Ήμουν μάλλον καλό παιδί και κάπως μαμάκιας –είπα «μαλάκα» για πρώτη φορά στην έκτη δημοτικού. Επίσης ρομαντική ψυχή αλλά ντροπαλός, ένας συνδυασμός ελάχιστα παραγωγικός στον ερωτικό τομέα.
Τα καλοκαίρια τα περνούσα στο χωριό, στην Εύβοια, στο πατρικό σπίτι της μαμάς μου. Εκείνη και οι πέντε αδελφές της είχαν φύγει από μικρές στην Αθήνα. Αγαπούσαν το σπίτι, αλλά αντιπαθούσαν τη χωριάτικη ζωή.
Συνήθως έμενα εκεί μαζί με το θείο μου το Θόδωρο, τον σύζυγο μιας από τις θείες. Ήταν ένας ρουμελιώτης, συνταξιούχος σιδηροδρομικός. Οι ντόπιοι του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Κίσινγκερ, επειδή του άρεσε να συμφιλιώνει τους τσακωμένους στα καφενεία. Ήταν μέγας λάτρης του κρασιού και είχε φιλοσοφικές τάσεις. Παρότι δεν διέθετε αγροτική εμπειρία, φρόντιζε με πολλή αγάπη ένα χωραφάκι που είχε αποκτήσει, κοντά στο ποτάμι. Τον βοηθούσα με αρκετά μεγάλη ευχαρίστηση. Με φώναζε «ατιμία».
Κατά τα άλλα, στο χωριό, έπαιζα κυρίως ποδόσφαιρο. Ήμουν πολύ γρήγορος, είχα καλή ντρίπλα και σούταρα δίχως πολύ δύναμη αλλά και με τα δύο πόδια. Έβγαλα δελτίο στο σύλλογο και οι τοπικοί παράγοντες διέβλεπαν ότι θα κάνω σπουδαία καριέρα σαν αριστερός εξτρέμ. Η ιστορία δεν τους δικαίωσε.
Το γήπεδο ήταν φυσικά ξερό και τα αποδυτήρια ήταν φτιαγμένα από τσιμεντόλιθους. Μύριζαν πολύ άσχημα και προτιμούσα να πηγαίνω έτοιμος από το σπίτι.
Στον πρώτο επίσημο αγώνα, στα πρώτα λεπτά, έκανα μια μάλλον εξευτελιστική ντρίπλα στο αντίπαλο δεξί μπακ. Ήταν ένας θηριώδης οικοδόμος με φουντωτό μαλλί και πολύ κακή φήμη στα γύρω χωριά. Μου συνέστησε φιλικά να μην το ξανακάνω. Άκουσα τη συμβουλή του. Στα τελευταία λεπτά, δεν ξέρω τι με έπιασε, του έκανα ξανά την ίδια ντρίπλα.
Μια μέρα στο χωριό υπνοβάτησα. Η θεία μου, η σύζυγος του Κίσινγκερ, με είδε να ανοίγω την πόρτα και να βγαίνω στο δρόμο. Γνώριζε ότι δεν πρέπει να με ξυπνήσει. Με ακολούθησε λοιπόν αμίλητη στη διαδρομή μου προς την πλατεία του χωριού. Ξύπνησα με ένα βόμβο στα αυτιά και αναρωτήθηκα πού βρισκόμουν και γιατί περπατούσα μέσα στο χάραμα. Παρόλα αυτά συνέχισα για λίγο ακόμη, μέχρι να ξυπνήσω για τα καλά. Η θεία μου με οδήγησε πίσω και μου τα εξήγησε όλα. Από τότε δεν υπνοβάτησα ξανά.
Μεγαλώνοντας πέρασα μια δυσνόητη, άνυδρη και σκοτεινή περίοδο, την οποία πολλοί ονομάζουν τελευταίο στάδιο της εφηβείας.
(Συνεχίζεται)*
*Δεν είναι βέβαιο