Archive for ‘Uncategorized’

04/06/2021

Το αλλόκοτο σύμπαν μιας Λέσχης

Της Αγγελικής Γιαννικοπούλου

Τα βιβλία της Λέσχης Αλλόκοτων Πλασμάτων ανήκουν στο είδος της φανταστικής λογοτεχνίας (fantasy), όπου ο κόσμος της πραγματικότητας συμπλέκεται με έναν παράλληλο φανταστικό, που διέπεται από τους δικούς του κανόνες –π.χ. ‘ηλιακά’ παιδιά απορροφούν το φως της μέρας και το ακτινοβολούν τη νύχτα, ενώ οι μαθητές μεταφέρονται στο σχολείο με υβριδικά πλάσματα, τα γαϊδουροκάτσικα. Όμως, ακόμη και αυτό το παράλληλο σύμπαν που σε αρκετά σημεία τέμνεται με τον πραγματικό κόσμο –δες την επίσκεψη των μαθητών του Καταφυγίου στην παρακείμενη πόλη για συμμετοχή στο διαγωνισμό ζωγραφικής– παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία μαζί του: η δομή και η οργάνωση της εκπαίδευσης, οι τάξεις, η ιεραρχία των δασκάλων, τα μαθήματα, η χαρτογράφηση του σχολείου και της γύρω περιοχής, οι παιδικές αταξίες, όλα ίδια και απαράλλαχτα με την πραγματικότητα που μοιράζεται ο αναγνώστης. Και επιπλέον το αλλόκοτο σύμπαν της Λέσχης καταφέρνει να αιχμαλωτίζει προβλήματα και αγκυλώσεις των ημερών μας και να καθρεφτίζει μια επικαιρότητα που δεν απέχει πολύ από εκείνη του νυχτερινού δελτίου ειδήσεων.

Ο κόσμος της Λέσχης των αλλόκοτων πλασμάτων μοιράζεται αρκετά στοιχεία και με λογοτεχνικούς παράλληλους κόσμους άλλων μυθιστορημάτων και ταινιών. Από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων που ενδεχομένως ενέπνευσε το χαρακτήρα της Νάντιας η οποία αλλάζει συνεχώς μέγεθος, και το Χάρι Πότερ, μάλλον το κυρίαρχο διακείμενο της Λέσχης, μέχρι την κινηματογραφική γραφή και τις επιτυχίες του Τιμ Μπάρτον ή τον Μπέντζαμιν Μπάτον του Ντέιβιντ Φίντσερ, που φαίνεται να ‘γέννησε’ την ιδιότυπη φιγούρα του Ομήρου Σουίφτ, μια σειρά από χαρακτήρες και στοιχεία πλοκής, αποτείνουν φόρο τιμής σε παλιότερα λογοτεχνικά κείμενα, και διανθίζουν τον ανοίκειο κόσμο της Λέσχης με γνωστά μοτίβα.

Όμως, το δυνατότερο σημείο της Λέσχης φαίνεται να είναι τα … αλλόκοτα πλάσματά της. Χαρακτήρες που παλινδρομούν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό καταφέρνουν να αποκτήσουν ενδιαφέρον και ενδεχομένως να εμπνεύσουν, ακόμη και στους αναγνώστες τους, μια σειρά από δικές τους, ανεξάρτητες ιστορίες, δημιουργώντας μια βεντάλια (fan) ιστοριών από τους οπαδούς (fan)-αναγνώστες, τη γνωστή σε όλους μας fan fiction. Άλλωστε η Λέσχη έχει όλα τα στοιχεία ώστε να εξελιχθεί, με τη ‘μέθοδο της χιονοστιβάδας’, σε μια διαμεσική αφήγηση (transmedia narrative), αν επεκταθεί με τη συνδρομή των δημιουργών της, αλλά και των αναγνωστών της, και σε άλλα μέσα, πλην του παραδοσιακού βιβλίου.

Αγγελική Γιαννικοπούλου, καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τμήμα ΤΕΑΠΗ

30/10/2019

Όταν ήρθαν για εμένα – Κρατικό Βραβείο

Έκθεση- Σκεπτικό βράβευσης της επιτροπής 

Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου

Το βραβείο απονεμήθηκε κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη Λέσχη αλλόκοτων πλασμάτων, βιβλίο 2. Όταν ήρθαν για εμένα, εκδόσεις Πατάκη.

20171202_120116

Δεύτερο βιβλίο μιας σειράς (με τρία βιβλία μέχρι σήμερα), υπό τον γενικό τίτλο Λέσχη αλλόκοτων πλασμάτων, όπου συμβαίνουν αλλόκοτα γεγονότα που αφορούν αλλόκοτους λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Διότι, μόνον έτσι μπορούν να χαρακτηριστούν ο Μάρκο, που είναι γεννημένος με ένα πτερύγιο δελφινιού και η Μελίνα που βλέπει στο σκοτάδι, πέφτει από ψηλά χωρίς να παθαίνει τίποτε και … γρατζουνάει. Αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά αυτού του ιδιαίτερου σχολείου για παιδιά με ασυνήθιστες ιδιότητες, ξεχωρίζουν γιατί είναι μεν αλλόκοτα σωματικά,  αλλά έχουν μια συμπεριφορά πολύ ανθρώπινη: είναι αλληλέγγυα μεταξύ τους, φίλοι πραγματικοί, με θάρρος. Υποστηρίζονται από τους εξίσου αλλόκοτους ή και δύσμορφους δασκάλους τους. Όμως τα αλλόκοτα αυτά πρόσωπα μέσα στη φανταστική πραγματικότητα της ιστορίας, καθίστανται σιγά-σιγά οικεία στον αναγνώστη, τον γοητεύουν, μπορεί και λίγο να τον τρομάζουν. Πάντως, του προκαλούν ένα περίεργο κράμα συναισθημάτων γι’ αυτά που συμβαίνουν σε ένα σύμπαν παραδοξοτήτων που μας θυμίζει λίγο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ταυτόχρονα, τα αλλόκοτα αυτά πρόσωπα και οι δράσεις τους ‘προτείνουν’ στον αναγνώστη την ανοχή στον διαφορετικό, σε αυτόν που μοιάζει ‘μη κανονικός’ αλλά την ίδια στιγμή και πολύ όμοιος με μας. Αυτός ο φανταστικός κόσμος που πλάθεται λεκτικά από τον Παναγιωτάκη δεν εικονογραφείται, αντίθετα όμως αφήνει τη φαντασία του αναγνώστη να δημιουργήσει τις δικές του εικόνες που έχουν κάτι από τις γκροτέσκο μορφές του Γκόγια ή του Τουλούζ Λωτρέκ. Φαντασία, λοιπόν, αλλά που πατάει στην πραγματικότητα, αποτελούν τα δύο γοητευτικά συστατικά του βιβλίου.

Ετικέτες:
30/10/2019

Πιασμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια

Περί μιλιταρισμού στα σχολεία

 «Οι μικροί μαθηταί, ζωηροί, ευσταλείς, με κανονικόν βάδισμα, με υπαξιωματικούς ιδικούς των, διακρινόμενους δια το υπερήφανόν των παράστημα και την σοβαράν των επισημότητα, μετέδωσαν παντού την συγκίνησιν και τον ενθουσιασμόν». (Εφημερίδα Εμπρός, 26 Μαρτίου 1899)

ww1banner-children

«Το ολοκληρωτικής νοοτροπίας έθιμο της στρατιωτικοποίησης των νέων, ακόμα και των εξάχρονων παιδιών (…) δεν συναντάται στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Όχι πάντως στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Γιατί καλλιεργεί στη νέα γενιά ψυχολογία μαζικής πειθαρχίας, τέτοια που ελάχιστα συμβάλλει στη διαμόρφωση ελεύθερων κι ανεξάρτητων συνειδήσεων». (Εφημερίδα Ειδήσεις, Φεβρουάριος 1984).

Τα παραπάνω δημοσιεύματα τα χωρίζει ένα διάστημα ογδόντα πέντε χρόνων. Το πρώτο αποτελεί πιθανότατα την παλαιότερη αναφορά σε μια στρατιωτικού τύπου μαθητική παρέλαση στην Ελλάδα –μη θεσμοθετημένη ακόμα, καθώς αυτό έγινε επί Μεταξά. Το δεύτερο επικροτεί τη φημολογούμενη απόφαση της «κυβέρνησης της Αλλαγής» να καταργήσει αυτόν τον θεσμό.

Και τα δύο εκφράζουν απόλυτα την εποχή τους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι εκδηλώσεις αυτού του τύπου ήταν κάτι το πολύ συνηθισμένο σε όλη την Ευρώπη. Οι μαθητές αντιμετωπίζονταν σαν μελλοντικοί στρατιώτες και, πολύ λογικά, μερικά χρόνια αργότερα τα ίδια παιδιά σάπιζαν στα χαρακώματα. «Μάθαμε πως ένα καλογυαλισμένο κουμπί έχει μεγαλύτερη αξία από τέσσερις τόμους Σοπενχάουερ», γράφει ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. «Απορημένοι στην αρχή, θυμωμένοι αργότερα και στο τέλος αδιάφοροι, αναγκαστήκαμε να παραδεχτούμε πως δεν βαραίνει η σκέψη αλλά το σύστημα, όχι η ελευθερία αλλά η στρατιωτική εκπαίδευση». (Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μετάφραση Ευάγγελος Αρχ. Αντώναρος, εκδόσεις Πάπυρος). Ήταν η ίδια νοοτροπία που αργότερα γέννησε οργανώσεις όπως η Balilla στην Ιταλία, η Hitlerjugend στη Γερμανία και η Ε.Ο.Ν. στην Ελλάδα.

Η εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε επιτέλους σαφές ότι ο μιλιταρισμός έχει ακριβό τίμημα. Έτσι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι μαθητικές παρελάσεις καταργήθηκαν. Στα μέσα των 80s, με τον δεξιό λόγο κλεισμένο προσωρινά στο περίφημο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», οι συνθήκες ήταν ώριμες ώστε να καταργηθούν και στην Ελλάδα. Τελικά, παρά την αβάντα από τα φιλοκυβερνητικά έντυπα, το υπουργείο παιδείας έκανε πίσω και απέσυρε την τροπολογία.

Την επόμενη δεκαετία, το αίτημα της κατάργησης ατόνησε και η συζήτηση έγινε καθαρά εθιμοτυπική. Ερχόταν στο προσκήνιο δύο φορές το χρόνο, τις μέρες των εθνικών επετείων και έπειτα ξεχνιόταν. «Δηλαδή εμείς που κάναμε παρελάσεις τι πάθαμε;» ήταν το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του θεσμού. Τα έθιμο μεταλλάχτηκε στις αρχές των 00s, με την εμφάνιση των πρώτων αλλοδαπών σημαιοφόρων. Έκτοτε, η διαμάχη επικεντρώνεται στο αν δικαιούνται να κρατούν τη σημαία και παιδιά τα χέρια των οποίων δεν είναι αναντάμ-παπαντάμ ελληνικά. Οι μεν κραυγάζουν «όχι», οι δε επιχειρούν να μιλήσουν σαν ενήλικες. Και βέβαια στο αν οι σημαιοφόροι θα βγαίνουν με τη βοήθεια της κλήρωσης ή της βαθμολογίας.

Την ίδια στιγμή, πάντως, το αίτημα για την πλήρη κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Ίσως λοιπόν είναι καλό να θυμόμαστε το πώς ξεκίνησαν οι άνθρωποι να παρελαύνουν.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς η καταγωγή αυτής της συνήθειας βρίσκεται στις ευρωπαϊκές μάχες κατά παράταξη, όπου οι στρατιώτες βάδιζαν συγχρονισμένα προς τον εχθρό που τους θέριζε με τα βόλια του. Ο Κιούμπρικ έχει γυρίσει μια διαφωτιστική τέτοια σκηνή στο “Barry Lyndon”.

https://www.youtube.com/watch?v=CbBojWrOV2Y&t=2s

Σ’ αυτό το είδος μάχης, η ελεύθερη σκέψη, το ένστικτο της αυτοπροστασίας ή ακόμη και οι αυτόνομες εξάρσεις ηρωισμού ήταν απαγορευμένα πράγματα. Το παν ήταν η τυφλή υποταγή σε παραγγέλματα. Ακόμα και το πιο απλό πράγμα του κόσμου, το να βάζει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και να βαδίζει, ο στρατιώτης όφειλε να το κάνει στον ρυθμό του ταμπούρλου.

Σύντομα, οι κεφαλές των κρατών κατάλαβαν πως το θέαμα των άβουλων μα αγέρωχων και συγχρονισμένων στρατιωτών μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για τα συμφέροντά τους.  Αρχικά λοιπόν στην στρατοκρατική Πρωσία και στη συνέχεια παντού, οργανώθηκαν επίλεκτα τμήματα τα οποία παρήλαυναν μπροστά στους επευφημούντες πολίτες. Έχει δε ενδιαφέρον ότι αυτό έγινε την εποχή που η αρχικά φιλελεύθερη ιδέα του έθνους (παιδί του 18ου αιώνα) μετεξελισσόταν σε εκείνο που σήμερα ονομάζουμε εθνικισμό.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, έπειτα και από το σφαγείο του Αμερικανικού Εμφυλίου, οι μάχες έπαψαν να γίνονται κατά παράταξη. Τα πυροβόλα όπλα ήταν πια πολύ εξελιγμένα για κάτι τέτοιο. Οι παρελάσεις, όμως, είχαν έρθει για να μείνουν και μάλιστα εξαπλώθηκαν και στα σχολεία. Έτσι, αιώνες μετά, έχουμε ακόμη τη χαρά να βλέπουμε τα παιδιά μας (ελληνόπουλα και προσφυγόπουλα) να βαδίζουν προς έναν αόρατο εχθρό, στο Σύνταγμα και στην οδό Τσιμισκή, υπό τους ήχους εμβατηρίων.

«Ένας σκασμός πατριώτες! Κι έπειτα, πήραν να λιγοστεύουν οι πατριώτες… Έπιασε βροχή, κι έπειτα όλο και λιγότεροι κι έπειτα τέρμα οι εμψυχώσεις, ούτε η παραμικρή, στο δρόμο. Ήμασταν λοιπόν μόνο αναμεταξύ μας πια; Ο ένας πίσω απ’ τον άλλονε; Η φανφάρα σταμάτησε. “Κοντολογίς”, είπα τότε εγώ, άμα είδα κατά που τραβούσε το πράγμα, “δεν έχει πια πλάκα! Γράψτε λάθος!” Κι έκανα να του δίνω. Μα ήταν αργά! Είχανε κλείσει στα μουλωχτά πίσω μας την πόρτα οι άμαχοι. Ήμασταν πιασμένοι στην φάκα, σαν τα ποντίκια».

(Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μετάφραση Σ. Ιγγλέση Μαργέλου, εκδόσεις Εστία)

22/02/2018

Αλλόκοτα πράγματα- Αλλόκοτα πλάσματα

30/12/2017

Οι Καραμάζοφ στο Λας Βέγκας

Μισώντας τους ανθρώπους από μακριά 

«Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί κάποιος να αγαπά τους πλησίον του. Ειδικά τους πλησίον του είναι αδύνατο να τους αγαπά, μόνον τους μακρινούς του. (…) Για να αγαπήσεις έναν άνθρωπο θα πρέπει να είναι αόρατος, αλλιώς, με το που θα φανερωθεί, η αγάπη εξαφανίζεται».*

Οι παραπάνω φράσεις ανήκουν στον μεσαίο από τους αδελφούς Καραμάζοφ, τον Ιβάν. Λέγονται στη διάρκεια μιας μεγάλης κουβέντας που έχει με τον μικρότερο, τον Αλιόσα, σχετικά με το αν υπάρχει ή όχι Θεός. Με μια πρώτη ματιά μοιάζουν με λόγια ενός  μισάνθρωπου. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Ιβάν, ο οποίος εμφορείται από φιλελεύθερες ή ίσως και σοσιαλιστικές ιδέες (τότε αυτά τα δύο θεωρούνταν πολύ κοντινά), αγαπά τους ανθρώπους, αρκεί βέβαια να μη συγχρωτίζεται μαζί τους. Τους βλέπει σαν σύμβολα, σαν υπάρξεις που βασανίζονται από την τυφλή πίστη σε έναν σκληρό και, τελικά, ανύπαρκτο Θεό. Ο Αλιόσα, αντίθετα,  πιστεύει ακράδαντα στην ύπαρξη του Θεού −ή έστω στην ανάγκη να πιστεύουμε στην ύπαρξή του− και είναι έτοιμος να θυσιαστεί για να απαλύνει τον πόνο του πλησίον του.

2016-05-17_001-1

Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι δεν παίρνει σαφή θέση στη διαφωνία. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το σημείο του μυθιστορήματος. Δεν διέθετε, φαίνεται, τη δική μας οξυδέρκεια η οποία μας επιτρέπει να καταλήγουμε σε χρόνο μηδέν σε πλήρως κατασταλαγμένες απόψεις επί παντός επιστητού. Μια πρόσφατη τέτοια δημόσια συζήτηση −λίγο αφότου ξεπετάξαμε το θέμα της Καταλονίας− ξεκίνησε με αφορμή το μακελειό στο Λας Βέγκας. Η πορεία της ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη: Αφού βρήκαμε ο καθένας τον φταίχτη που μας ταιριάζει, προχωρήσαμε στο επόμενο θέμα της επικαιρότητας.

Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία του Λας Βέγκας άφησε πίσω της μια ρωγμή, μια αίσθηση δυσερμήνευτου. Ακόμη και οι Αμερικανοί που έχουν βιώσει ξανά ανάλογες καταστάσεις, την αντιμετωπίζουν με αμηχανία. Οι πολιτικοί τους παραμένουν λιγομίλητοι. Η περίφημη αποφασιστικότητά τους περιορίστηκε στο να απαγορέψουν την πώληση των bump stocks, ενός εξαρτήματος που επιτρέπει στις σφαίρες να φεύγουν ταχύτερα. Δίχως αυτό, λένε οι ειδικοί, ο αριθμός των νεκρών θα είχε περιοριστεί σε δεκαπέντε ή είκοσι…

Για ετούτη την αμηχανία ίσως να ευθύνεται ο τόπος του εγκλήματος. Το Λας Βέγκας έχει συνδεθεί με κραιπάλες τύπου «Hangover» και χαρωπή παραβατικότητα τύπου «Ocean’s Eleven». Εκεί οι απώλειες οφείλονται συνήθως σε αυτοκτονίες χρεοκοπημένων, σε τιμωρητικούς φόνους από τη μαφία ή σε εμφράγματα χαράς έπειτα από ένα ανέλπιστο γύρισμα της τύχης. Είναι ένα σημείο της Γης μακριά από το βάρος της ιστορίας και τις κάθε είδους ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Ένας τόπος με τον τρόπο του πνευματικός, αφού εκεί κυριαρχούν το όνειρο και η προσδοκία.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία –και παρότι το ISIS έσπευσε, κατόπιν εορτής, να τον στρατολογήσει− ο 64χρονος δολοφόνος δεν είχε κάποιο οικονομικό, πολιτικό, θρησκευτικό ή φιλοσοφικό πρόταγμα. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να οργανώσει μεθοδικά την πράξη του, να οπλιστεί σαν αστακός και να προμηθευτεί χιλιάδες σφαίρες και από ένα bump stock για την κάθε καραμπίνα, ώστε να δολοφονήσει όσο πιο επαγγελματικά μπορούσε άγνωστους ανθρώπους. Κάποιοι έγραψαν ότι τους θύμισε τη σκηνή με το «δολοφόνο ποιητή» στο «Φάντασμα της ελευθερίας» του Μπουνιουέλ, όπου ένας άντρας ανεβαίνει στην ταράτσα ενός ουρανοξύστη και πυροβολεί από εκεί τυχαίους περαστικούς. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και αφού καταδικάζεται σε θάνατο αφήνεται ελεύθερος.

Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με τέχνη. Τα θύματα δεν ήταν κομπάρσοι, ήταν άνθρωποι με όνομα και παρελθόν, που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Όπως ακριβώς συνέβη και με τα θύματα στο Μπατακλάν ή στις άλλες πρόσφατες μαζικές δολοφονίες. Η μόνη διαφορά είναι πως εκεί οι δολοφόνοι είχαν, υποτίθεται, ένα πολιτικό κίνητρο. Απεχθές βέβαια και παράλογο, αλλά εντός ενός γνωστού πλαισίου.

Έχει όμως πραγματική σημασία αυτό; Μάλλον όχι. Άλλωστε οι ομοιότητες είναι περισσότερες. Θα μπορούσε κανείς να πει πως σε όλες τις περιπτώσεις συναντάμε μια αντιστροφή των σκέψεων του μεσαίου αδελφού Καραμάζοφ, με το μίσος στη θέση της αγάπης. Μίσος, όχι για τον πλησίον τους −αυτόν ίσως θα μπορούσαν να τον αγαπήσουν ή έστω να μην τον μισήσουν θανάσιμα− αλλά για τον άνθρωπο σαν σύμβολο, σαν ιδέα.

«Σκέφτομαι πως αν ο διάβολος δεν υπάρχει και άρα είναι δημιούργημα του ανθρώπου, τότε αυτός τον έφτιαξε κατ’ εικόνα του και ομοίωση», λέει αργότερα στη συζήτηση ο Ιβάν.

«Εν τοιαύτη περιπτώσει, όπως και τον Θεό», απαντά ο αδελφός του.

(Πρώτη δημοσίευση AthensVoice.gr 10/10/2017)


*Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζοφ, μετ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδόσεις Ίνδικτος / Φωτογραφία Josef Koudelka

 

18/11/2017

Η μεγάλη ουτοπία

Ζώντας στο Facebook, την πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου  

Τις μέρες αυτές, το λογισμικό του Facebook ανακοινώνει με προσωπικά μηνύματα στους χρήστες του ένα χαρμόσυνο νέο. Η διαδικτυακή του κοινότητα έχει πλέον ξεπεράσει τα δύο δισεκατομμύρια μέλη. Ακόμα και αν αφαιρέσει κανείς τα ψεύτικα προφίλ, ο αριθμός προκαλεί ίλιγγο. Αν ήταν χώρα, θα διέθετε μεγαλύτερο πληθυσμό από την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ινδονησία μαζί.

1960s-big-sunglasses-beach-beauty

Είμαι και εγώ ένας από τους κατοίκους αυτής της χώρας. Για να μου δείξει την ευγνωμοσύνη του το Facebook μου ετοίμασε και ένα βιντεάκι. Μερικές τυχαίες φωτογραφίες παρέα με κοντινούς ή παντελώς άσχετους ανθρώπους, συν μια ασπρόμαυρη από τη βρεφική μου ηλικία, συνοδευόμενες από μια ελαφρώς μπιτάτη αλλά απροσδιόριστα νοσταλγική μουσική. Παράλληλα, με ενημέρωσε πως έχω πει εβδομήντα πέντε φορές «τέλειο», πατώντας το σχετικό σύμβολο, πράγμα «που είναι πολύ ωραίο».

Οι υποκοινότητες που έχω δημιουργήσει συνεχίζουν να εξελίσσονται. Σαν παράδειγμα μου ανέφερε μια ομάδα που ίδρυσα το μακρινό 2010 (σ.σ. το είχα ξεχάσει) η οποία αριθμεί κιόλας 6 μέλη. Εντάξει, αποτυχημένη η επιλογή του, αλλά αν ήθελα μπορούσα να αναπροσαρμόσω τα επιμέρους στοιχεία του βίντεο και να βάλω ό,τι έκανα κέφι. Μην ξεχνάμε πως η κατασκευή μιας περσόνας που θα μας βγάζει ασπροπρόσωπους, είναι το βασικό ζητούμενο στα σόσιαλ μίντια.

Φυσικά, ο κάθε χρήστης έχει το δικό του βιντεάκι. Άλλοι το επεξεργάζονται και το κοινοποιούν στον τοίχο τους και άλλοι το αγνοούν. Κάτι ανάλογο κάνουμε με τα έθιμα και τις παραδόσεις. Άλλοι τις τηρούμε (τρώμε μπακαλιάρο του Ευαγγελισμού και αρνί το Πάσχα) και άλλοι τις σνομπάρουμε. Άπαντες, όμως, αυτοπροσδιοριζόμαστε και βρίσκουμε το στίγμα μας μέσα από αυτές.

Όπως κάθε έθνος, έτσι και το Facebook έχει τη γλώσσα του. Είναι μια διάλεκτος πλούσια και ζωντανή, η οποία διαρκώς εξελίσσεται. Φράσεις που ήταν πέρσι στη μόδα, σήμερα θεωρούνται παρωχημένες. Την ίδια στιγμή, τα διάφορα χαρακτηριστικά αυτής της γλώσσας (το συντακτικό, η οικονομία, τα διάφορα σουσούμια) επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο μιλούμε, γράφουμε και επικοινωνούμε στην εκτός ψηφιακού κόσμου καθημερινότητά μας.

Ακόμα και αν κρατηθείς μακριά από αυτή τη χώρα, δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον αχό της που συνεχίζει να ακούγεται στο ησυχαστήριό σου μέσα από τις κουβέντες των φίλων και των γνωστών, οι οποίες συχνά ξεκινούν από ένα στάτους ή ένα σχόλιο σε κάποιον φεϊσμπουκικό τοίχο. Βρίσκεται παντού, επηρεάζει ακόμα και την παγκόσμια ιστορία. Σ’ έναν κόσμο δίχως σόσιαλ μίντια θα ήταν εξαιρετικά απίθανο ένας τύπος σαν τον Τραμπ να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με μια έρευνα του 2016, οι χρήστες ξοδεύουν κατά μέσο όρο στο Facebook (προσοχή, μόνο στο Facebook, όχι και στις υπόλοιπες πλατφόρμες) μία ώρα κάθε μέρα. Μονάχα η τηλεόραση και οι ταινίες καταπίνουν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα του ελεύθερου χρόνου μας (2,8 ώρες). Στο διάβασμα ένας Αμερικανός αφιερώνει κάπου 19 λεπτά (ένας Έλληνας σίγουρα πολύ λιγότερα). Στον αθλητισμό 16 λεπτά, στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις μόλις τέσσερα. Για το σεξ ας το αφήσουμε καλύτερα. Ας μην ξύνουμε πληγές.

Πέρα από όλα τα άλλα, ο χρόνος αυτός είναι χρήμα. Κυρίως όμως είναι εξουσία. Διόλου τυχαία, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ μιλά περισσότερο σαν πολιτικός παρά σαν επιχειρηματίας. Προ μηνών, μάλιστα, πρότεινε να καθιερωθεί ένας παγκόσμιος βασικός μισθός, ώστε «όλοι να έχουν ένα προστατευτικό μαξιλάρι και να μπορούν να δοκιμάζουν νέες ιδέες».

Ας το σκεφτούμε λίγο: Σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν ο κυνισμός, η βία και η ανισότητα, όπου υπάρχουν πρόσφυγες, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι, όπου ο φόβος ενός πυρηνικού πολέμου έχει κάνει ξανά την εμφάνισή του, κάποιος οραματίζεται μια σύγχρονη Λαπούτα. Μια παγκόσμια κοινότητα, όπου όμοια με την φανταστική χώρα του Σουίφτ οι κάτοικοι θα φιλοσοφούν και θα ανταλλάσουν ιδέες, έχοντας λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης. Ένα πλανητικό Facebook, δηλαδή.

Δεν ακούγεται άσχημο. Προσωπικά θα πατούσα αμέσως like.

(Πρώτη δημοσίευση AthensVoice.gr 4/7/2017)

19/08/2017

Εμείς, οι αθώοι ξενιστές

Μεταφέροντας τα στερεότυπα του μίσους από γενιά σε γενιά

Κυριακή απόγευμα στο Γκάζι. Δύο γιγάντια βυτιοφόρα, αντλούν υπομονετικά το νερό της βροχής που έχει συγκεντρωθεί στον χώρο μπροστά από τη σκηνή της Τεχνόπολης. Όταν η δουλειά ολοκληρωθεί, οι παραστάσεις του Φεστιβάλ Τσίρκου θα γίνουν κανονικά. Έχει μαζευτεί μπόλικος κόσμος. Οι περισσότεροι είναι γονείς, συγγενείς και φίλοι των μικρών παιδιών τα οποία πηγαίνουν σε μια αθηναϊκή σχολή ακροβατικών.

Τα βυτιοφόρα αποχωρούν, παίρνοντας μαζί τους μια έντονη αποφορά. Τα φώτα στη σκηνή δυναμώνουν και οι παραστάσεις ξεκινούν. Πρώτο βγαίνει ένα σχήμα ενηλίκων προερχόμενο από μεγάλο ελληνικό νησί. Ζογκλέρ, ισορροπιστές και μουσικοί. Τσιγγάνικα τραγούδια, ένα κοντραμπάσο, παλιομοδίτικα κοστούμια, πουκάμισα με λαχούρια, όμορφα  κορίτσια και αγόρια… Μια ευχάριστη μποέμ ατμόσφαιρα.

46-893x600 (1)

Ώσπου εμφανίζεται και ο (ας τον πούμε) κλόουν της ομάδας. «Έρχεται από τη Βενετία», μάς πληροφορεί χαρούμενος ο εκφωνητής. «Και είναι ένας τσιγκούναρος γέρο τραπεζίτης». Τον κοιτάζω καλύτερα. Φοράει ψηλό σκουφί, ανατολίτικη βράκα και μια ψεύτικη καμπούρα. Κρατάει έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα γεμάτο, υποτίθεται, με γραμμάτια και μετοχές, ενώ στη μούρη του έχει μια αποκρουστική μάσκα με γαμψή μύτη και κρεμαστά φρύδια.

Μιλά με επιτηδευμένα στριγκή φωνή και προσπαθεί με κάθε τρόπο να φανεί αντιπαθής και γλοιώδης. «Όλοι μου χρωστάτε, όλους εδώ μέσα σας έχω», λέει στο κοινό χτυπώντας τον χαρτοφύλακά του. Ή: «Θέλω να αγοράσω μια νέα γυναίκα για να κάνει μασάζ στις γέρικες πατούσες μου». Την ίδια στιγμή, για όποιον δεν κατάλαβε, οι μουσικοί παίζουν με μπρίο το «Χάβα Ναγκίλα». Το γνωστότερο τραγούδι της εβραϊκής λαϊκής παράδοσης.

Είναι λοιπόν ένας Σάιλοκ. Ή, πιο σωστά, η στερεοτυπική μορφή του εβραίου όπως αυτή εμφανιζόταν στις σκοτεινότερες περιόδους του αντισημιτισμού. Η ίδια ακριβώς καρικατούρα που φιλοξενούσε σε κάθε φύλλο της η εφημερίδα Der Stürmer, το βασικό όργανο της αντισημιτικής προπαγάνδας στη ναζιστική Γερμανία. Ένα στερεότυπο που σε πείσμα της λογικής εξακολουθεί να επιβιώνει και να χρησιμοποιείται από ανθρώπους κάθε μορφωτικού επιπέδου, ιδεολογίας και αισθητικής. Από τους νεοναζί και την ψεκασμένη δεξιά, μέχρι τα μποέμ τυπάκια που χαίρεσαι να κάνεις παρέα μαζί τους.

Η ιστορική διαδρομή του συγκεκριμένου στερεότυπου (του γαμψομύτη, πονηρού και συνωμότη εβραίου) είναι εντυπωσιακή. Άλλοτε κλέβει τα χριστιανόπουλα για να τους ρουφήξει το αίμα και άλλοτε δανείζει εκ του πονηρού τους νοικοκυραίους για να υφαρπάξει τις περιουσίες τους. Άλλοτε μεταδίδει μικρόβια και ασθένειες στην άρια φυλή και άλλοτε τα βάζει αποκλειστικά με τον ελληνισμό -έτσι για το γινάτι του. Άλλοτε κινεί τα νήματα του διεθνούς καπιταλισμού και άλλοτε οργανώνει επαναστάσεις και φέρνει τους μπολσεβίκους στην εξουσία. Άλλοτε βρίσκεται πίσω από τον Χίτλερ και το Ολοκαύτωμα (ναι έχει ειπωθεί και αυτό) και άλλοτε στέλνει το ΔΝΤ για να απομυζήσει τα διάφορα έθνη. Άλλοτε χρηματοδοτεί τον ISIS και ενορχηστρώνει το ριζοσπαστικό Ισλάμ και άλλοτε μαγειρεύει τα βραβεία Όσκαρ και καθορίζει τα κινηματογραφικά μας γούστα. Είναι ο αιώνιος, ο πιο βολικός και εύπλαστος αποδιοπομπαίος τράγος. Ένας κακός που πάει με όλα.

Πιθανότατα, ορισμένοι από εκείνους που μεταφέρουν ετούτες τις γκροτέσκ καρικατούρες από γενιά σε γενιά, να μην το κάνουν συνειδητά. Να μην είναι, δηλαδή, ορκισμένοι ρατσιστές ή μισάνθρωποι. Αυτή ακριβώς όμως είναι η δύναμη των στερεοτύπων του μίσους. Είναι πάντοτε εύκαιρα και δρουν αυτόνομα. Φωλιάζουν στα κατώτερα ένστικτά μας. Μας χρησιμοποιούν σαν φορείς και ξενιστές, μέχρι που, όταν γιγαντώνονται, καταπίνουν και εμάς τους ίδιους.

Έπειτα όμως από τόσα παραδείγματα, έπειτα από τόσα πογκρόμ και λουτρά αίματος, κανείς δεν δικαιούται να δηλώνει αθώος. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίζει πως δεν γνώριζε.

(Πρώτη δημοσίευση Athens Voice 7/6/2017 – φωτογραφία Christina Carcia Rodero)

19/08/2017

Μόρτικα και παντελονάτα

Προκάτ λαϊκότητα και σεξισμός στον πολιτικό λόγο

Μέχρι τα μέσα των 90s μια βαριά σκιά σκέπαζε την, διαχρονικά, βασανισμένη πατρίδα μας: Η ξύλινη γλώσσα των πολιτικών. Αυτή έφταιγε που «οι νέοι μας» γυρνούσαν την πλάτη στα κόμματα και στην πολιτική. Αυτή ευθυνόταν που ξημερώνονταν στα κλαμπ ή γίνονταν ρέιβερς και χόρευαν εκστασιασμένοι στα ξέφωτα και στις ρεματιές. Πιστοί στο καθήκον, οι τηλεοπτικοί αστέρες κήρυξαν ανένδοτο αγώνα εναντίον της.

Καλούσαν, ας πούμε, έναν επίδοξο βουλευτή και μόλις εκείνος ξεκινούσε το ποίημά του τον διέκοπταν. «Μιλάτε ξύλινη γλώσσα!» του έλεγαν. Έντρομος τότε εκείνος ψέλλιζε κάτι παλαιικά καλιαρντά χειροτερεύοντας ακόμα περισσότερο τη θέση του. Όταν η κατάσταση έγινε ασφυκτική, ανέλαβαν δράση οι επικοινωνιολόγοι και εξήγησαν στους πελάτες τους πως οφείλουν να μάθουν να μιλούν όπως οι ψηφοφόροι τους. Δεν μπορείς δηλαδή να εκλέγεσαι στη Β’ Πειραιώς και να ακούγεσαι σαν λόγιος ή σαν φλώρος. Πρέπει να γίνεις λίγο μόρτης, λίγο καραμπουζουκλής. Επιπλέον, το λαϊκό στοιχείο αρέσει και στις «καλές γειτονιές», αφού και εκεί νεόπλουτοι είναι οι περισσότεροι.

Η τάση φυσικά προϋπήρχε. Ο Ανδρέας σκόρπιζε λαϊκές εκφράσεις στους λόγους του, ενώ ο Φλωράκης και ο Αβέρωφ χρησιμοποιούσαν συχνά ντοπιολαλιά και παροιμίες του βουνού και του λόγγου. Μετά όμως από τα 90s το φαινόμενο πήρε διαστάσεις. Το σήκωνε άλλωστε και η εποχή. Οι επιφυλλίδες των εφημερίδων είχαν πάψει να θυμίζουν δοκίμια και κάποιοι διακεκριμένοι αρθρογράφοι είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν το γνωστό αρχοντορεμπέτικο ύφος που έχουν μέχρι σήμερα.

Τα χρόνια πέρασαν και η μαγκιά στον πολιτικό λόγο έγινε κοινός τόπος. Ένα πεδίο στο οποίο ο καθένας μπορεί να προσθέσει το δικό του άγγιγμα. Ο Γιακουμάτος παριστάνει τον λαϊκό μπουνταλά, ο Λοβέρδος είναι και του σαλονιού και του λιμανιού, ο Μεϊμαράκης το παίζει βαρύμαγκας, ο Τσίπρας στραβώνει το στόμα… Η ποθούμενη λαϊκότητα αναζητείται σε κάθε λογής μετερίζια. Παραδόξως εξακολουθούν να έχουν πέραση οι βουκολικές εκφράσεις («ξύνεσαι στην γκλίτσα του τσομπάνη» είπε κάποια στιγμή ο Καμμένος και ένα άρωμα σαρακατσάνικης στάνης ξεχύθηκε στα έδρανα της βουλής). Η ποπ και η τηλεοπτική κουλτούρα έχουν και αυτές το μερίδιο τους. Εκείνος ο έρμος ο Χάρι Πότερ, έχει μπει στο στόμα όλων σχεδόν των πολιτικών («Δεν έχω το ραβδάκι του Χάρι Πότερ», «Παριστάνετε τον Χάρι Πότερ» κλπ) ενώ, όπως αναμενόταν, τελευταία παίζει πολύ το Survivor.

Με διαφορά, πάντως, οι έλληνες πολιτικοί προτιμούν τις εκφράσεις μαγκιάς. Αυτές που έρχονται από τα βάθη του παλιού πειραιώτικου υποκόσμου και ξεχειλίζουν από αντριλίκι, σεξισμό και ομοφοβία. «Δεν φοράς παντελόνια», «Είσαι τσάμπα μάγκας», «Είναι ντιντήδες και σαλονάτοι», «Όχι τσαμπουκά σ’ εμένα», «Έλα να γλείψεις τον δικό μου που είναι πιο ωραίος». Κάποιοι διάλογοι, όπως αυτοί των Πολάκη-Γεωργιάδη θα έμπαιναν άνετα σε μια κακή επιθεώρηση: «Λες μπούρδες κρεμαστές», «Μη με κόβεις! Τώρα μουρμού!», «Είσαι κότα λειράτη», «Μη μου κάνεις εμένα τσιριτζάκια», «Θα σου ξεριζώσω τα μουστάκια, γαϊδούρι». Όμως, οι λαϊκές εκφράσεις κρύβουν και παγίδες. «Πέτσινο» αποκάλεσε το νικητήριο γκολ του τελικού κυπέλλου ο Κυριάκος Μητσοτάκης και έβαλε απέναντί του τον περήφανο λαό του ΠΑΟΚ.

To κεφάλαιο που αφορά τη Χρυσή Αυγή είναι φυσικά μεγάλο («Βγήκε από την μπουζού η πρεζού;», «Σκάσε μωρή», «Κάτσε κάτω ρε χοντρέ», «Πάλι πιωμένη είσαι;», «Μαντάμ Τσακαλώτου», είναι λίγες από τις πιο ήπιες φράσεις). Αν δεν μιλούσαμε για μια εγκληματική οργάνωση, οι ατάκες θα μπορούσαν να προσφέρουν και άφθονο γέλιο («Μόλις γά… μια αδελφή», είπε πρόσφατα ο κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος, κάνοντας δίχως να το καταλάβει το δικό του outing).

Αρκετοί μέσα στη βουλή αντιστέκονται και κατακρίνουν αυτόν τον λόγο. Το κάνουν όμως μόνο στην περίπτωση που τους συμφέρει πολιτικά. Παράδειγμα: Όταν ο Σαμαράς καυχήθηκε πως είναι της αντρικής σχολής, η τότε πρόεδρος της βουλής και σύσσωμο το κυβερνητικό στρατόπεδο τον κατηγόρησε ως ακραίο σεξιστή. Όταν την επόμενη μέρα ο Καμμένος έσκουζε «στα τέσσερα, στα τέσσερα!» ούτε η πρόεδρος, ούτε και οι υπόλοιποι –που τώρα την λοιδορούν- είπαν το παραμικρό.

Φυσικά, ο κουτσαβάκικος λόγος επιστρατεύεται αποκλειστικά από τους άντρες πολιτικούς. Μια γυναίκα γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να μιλά έτσι αν θέλει να έχει ψηφοφόρους. Όχι, το εκλογικό σώμα δεν τα σηκώνει αυτά από το φύλο της. Όσες λοιπόν θέλουν να παραστήσουν τις μαχητικές εκπροσώπους του λαού, ακολουθούν υποχρεωτικά ένα νευρωτικά ανυποχώρητο στυλ. Κάτι ανάμεσα σε σπαστικιά σύζυγο και αγχωτική μάνα. Αυτές είναι, άλλωστε, οι μόνες γυναικείες φιγούρες που η ελληνική κοινωνία ανέχεται σε θέσεις εξουσίας.

(Πρώτη δημοσίευση Athens Voice 24/5/17)

19/08/2017

Παιδιά στον πόλεμο, παιδιά στο Instagram

«Ο ήχος από τα κόκκαλα που σπάνε»

«Ακούγονταν όλων των ειδών οι ιστορίες για τον πόλεμο, έτσι που σου δινόταν η εντύπωση πως εξελισσόταν σε μια άλλη, μακρινή χώρα. Μόνο όταν άρχισαν να περνούν από την πόλη μας οι πρόσφυγες καταλάβαμε ότι διεξαγόταν στη χώρα μας».

Ξαναδιαβάζω το βιβλίο «Επιστροφή στη ζωή» του Ισμαήλ Μπεά. Είναι ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Μια αληθινή ιστορία από τα ξεχασμένα πια 90s. Ο συγγραφέας ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά που αρπάχτηκαν από τα χωριά τους στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στη Σιέρα Λεόνε. Στρατολογήθηκε με τη βία σε μία από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, έμαθε να σκοτώνει και διέπραξε, θέλοντας και μη, αδιανόητα εγκλήματα. Ήταν επίσης ένα από τα ελάχιστα τυχερά παιδιά. Δραπέτευσε, περιπλανήθηκε για μήνες στη ζούγκλα, ξέφυγε. Είπε την ιστορία του, πείστηκε να την γράψει, ταξίδεψε μακριά, γνώρισε μια άλλη όψη του κόσμου και κέρδισε τη ζωή του. Πραγματικά σπάνια περίπτωση.

Τα περισσότερα παιδιά-στρατιώτες εκείνου του πολέμου δεν κατάφεραν να γλιτώσουν. Όσα δεν σκοτώθηκαν στις μάχες, εκτελέστηκαν από τους αντιπάλους. Όσα δεν εκτελέστηκαν, πέθαναν από τύφο ή AIDS. Όσα δεν πέθαναν, πληγώθηκαν ανεπανόρθωτα σωματικά και ψυχολογικά. Η μοίρα των κοριτσιών ήταν, φυσικά, ακόμη χειρότερη. Στα δέκα ή τα δώδεκα χρόνια τους έπρεπε να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ορέξεις ολόκληρων λόχων. Την επόμενη μέρα το πρωί έπαιρναν και εκείνα το όπλο και συμμετείχαν σε μάχες, επιδρομές και κάθε είδους εγκλήματα.

Θυμήθηκα το βιβλίο του Μπεά καθώς έβλεπα μια από τις παραστάσεις που παίχτηκαν στο Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Δώδεκα παιδιά από το πρώτο λύκειο Ασπροπύργου, δούλεψαν πάνω σε μια ανάλογα συγκλονιστική ιστορία, ένα έργο της γαλλίδας Σουζάν Λεμπό με τίτλο «Ο ήχος από τα κόκκαλα που σπάνε». Δύο παιδιά-στρατιώτες, ερμηνευμένα διαδοχικά ή και ταυτόχρονα από όλους τους ηθοποιούς επί σκηνής, δραπετεύουν και ψάχνουν τον δρόμο του γυρισμού. Μια ιστορία χωρίς χαρούμενο τέλος.

Για μία περίπου ώρα βλέπαμε τα «δικά μας παιδιά», αυτά που ζουν λίγα χιλιόμετρα μακριά από τις γειτονιές μας και μιλούν σαν εμάς, να έχουν προσεταιριστεί τη μοίρα εκείνων των «άλλων παιδιών». Στο τέλος της παράστασης, όταν οι έφηβοι ηθοποιοί αναστατωμένοι από το απότομο καταλάγιασμα της υπερέντασης και από την επιστροφή των σωμάτων τους στην πρότερη συνθήκη υποκλίνονταν, οι περισσότεροι ενήλικες θεατές ήμασταν δακρυσμένοι. Ίσως από ενοχές για την άγνοια ή την αδιαφορία μας.

Απρόσμενη η αντίδρασή μας. Εδικά αν σκεφτεί κανείς ότι συνήθως τα γνωρίζουμε όλα. Όταν ξεσπά μία ακόμη σύγκρουση, όταν γίνεται ένα ακόμη πολύνεκρο περιστατικό, πριν ακόμη καταμετρηθούν τα θύματα εμείς έχουμε κιόλας βγάλει την ετυμηγορία μας. Έχουμε οχυρωθεί στα χαρακώματά μας και δεν υποχωρούμε εκατοστό. Παράδειγμα, το πιο πρόσφατο έγκλημα στη Συρία. Με το που μαθεύτηκε, οι μισοί γνωρίζαμε ότι ήταν έργο των Άσαντ και Πούτιν και οι άλλοι μισοί ήμασταν βέβαιοι πως επρόκειτο για προβοκάτσια των Αμερικανών. Όσο για τις τρομερές φωτογραφίες με τα, σαν κοιμισμένα, νεκρά παιδιά, εκείνες «στόλιζαν» τα timeline και των δύο παρατάξεων. Τα παιδιά, άλλωστε, είναι το αδύνατό μας σημείο. Στο όνομά τους τα κάνουμε όλα. «Για να έχουν ένα καλύτερο μέλλον» τονίζουμε σε κάθε ευκαιρία και εισπράττουμε λάικς σε αφθονία.

Η οικογένεια Τραμπ είναι και εκείνη ευαίσθητη στο συγκεκριμένο ζήτημα. Οι φωτογραφίες από την Συρία έκαναν τη Ιβάνκα Τραμπ να γράψει στο Twitter πως νιώθει «heartbroken and outraged» και τον πατέρα της να διαπιστώσει πως «Ακόμα και όμορφα βρέφη δολοφονήθηκαν αποτρόπαια από την βαρβαρική αυτή επίθεση». Έπειτα ο Πρόεδρος, με βαριά καρδιά καθώς πρόδιδε τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, έστειλε τους Τόμαχοκ. Η δε Ιβάνκα δημοσίευσε στο Instagram μια φωτογραφία, στην οποία κάθεται σ’ ένα παχύ γκρίζο χαλί, έχοντας στο πλάι της ένα άλλο όμορφο βρέφος. Τον χαριτωμένο, χαμογελαστό και ευτυχώς ολοζώντανο γιο της, Θίοντορ.

Τόσο η ίδια, όσο και το παιδάκι φορούν ρούχα σε ουδέτερους τόνους, ώστε να ταιριάζουν με το ντεκόρ του δωματίου. Μια λευκή δερμάτινη τσάντα είναι τοποθετημένη σε στρατηγικό σημείο πάνω στο χαλί, ενώ το μοναδικό στοιχείο της εικόνας που δημιουργεί αντίθεση είναι οι κατακόκκινες γόβες στα πόδια της προεδρικής κόρης. Και τα δύο αυτά αξεσουάρ, έχουν γίνει ήδη ανάρπαστα.

«Τα μεγαλύτερα παιδιά χάνονταν σε σκέψεις όταν συζητούσαν με τους πρεσβύτερους», γράφει ο Ισμαήλ Μπεά. «Δεν ήταν μόνο εξαντλημένα και υποσιτισμένα, αλλά ήταν φανερό πως είχαν δει κάτι που τους αρρώσταινε τον νου, κάτι που δεν θα μπορούσαμε να το αποδεχτούμε αν μας έλεγαν τα πάντα».

«Επιστροφή στη ζωή», του Ismael Beah (εκδόσεις Κέδρος, μετάφραση Δημήτρης Μιχαήλ)

«Ο ήχος από τα κόκκαλα που σπάνε» της Suzanne Lebeau. Από μαθητές του 1ου ΓΕΛ Ασπροπύργου, σκηνοθεσία 3d Person Theatre Group – Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου 2017, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

 

(Πρώτη δημοσίευση: Athens Voice 11/4/17)

02/06/2017

O καιρός των Ελλήνων

Σαββατοκύριακο εθνικής εορτής και αλλαγής ώρας

25η  Μαρτίου. Η ημέρα ξεκινά ηλιόλουστη και ζεστή. Καθώς το σπίτι σείεται από τα σμήνη των σινούκ που κατευθύνονται στο Σύνταγμα, αποφασίζουμε να πάμε εκδρομή στο Τατόι. Φτάνοντας, ανακαλύπτουμε πως την ίδια ακριβώς ιδέα είχαν χιλιάδες ακόμη συμπολίτες μας. Κάποιοι έχουν κουβαλήσει πτυσσόμενα τραπεζάκια και καρέκλες. Τρώνε κρύο μπακαλιάρο με σκορδαλιά μέσα από μεγάλα τάπερ. Ξαπλώνουμε και εμείς στο φρέσκο χορτάρι, δίπλα στις μοβ ανεμώνες και τα χαμομήλια. Η φασαρία από τον κόσμο ανακατεύεται ευχάριστα με τους ήχους της φύσης. Από τον δρόμο ακούγονται επίμονα κορναρίσματα. «Κάποιος τρόμπας θα τον έχει κλείσει», μου εξηγεί, δίχως να τον ρωτήσω, ένας περαστικός.

Bruce Davidson_brooklyn-etats-unis-1959

Παραδίπλα, μια παρέα συζητά φωναχτά για το Survivor. Οι γυναίκες τα χώνουν στην Ευρυδίκη, επειδή κατά τη γνώμη τους αδίκησε τον Αγγελόπουλο. Οι άντρες βιώνουν έναν εσωτερικό διχασμό. Από τη μία συμφωνούν πως ο τελευταίος, μαζί με τον Σπαλιάρα, είναι «οι μόνοι αληθινοί εκεί μέσα». Παράλληλα, όμως, κατηγορούν τις γυναίκες ψηφοφόρους για μεροληψία. «Έτσι όπως το πάτε, ούτε θηλυκή μαϊμού δεν θα μείνει στο παιχνίδι», λέει ένας.

Στα θερινά ανάκτορα τα παράθυρα είναι σφραγισμένα με κόντρα πλακέ. Μια μαμά, καθισμένη δίπλα στην κάποτε εντυπωσιακή βασιλική πισίνα, αφηγείται στην πεντάχρονη κόρη της την ιστορία των Γλίξμπουργκ με τη μορφή παραμυθιού. «Και έτσι, όταν η πριγκίπισσα Σοφία μεγάλωσε, παντρεύτηκε έναν όμορφο πρίγκιπα από την Ισπανία που τον έλεγαν Χουάν Κάρλος. Μετά, ο πρίγκιπας έγινε βασιλιάς και η Σοφία, σαν γυναίκα του που ήταν, έγινε βασίλισσα». Το παιδάκι αναστενάζει συνεπαρμένο.

Στην επιστροφή, το αντίθετο ρεύμα της εθνικής έχει φρακάρει από τα στρατιωτικά οχήματα που φεύγουν από την παρέλαση. Στο ραδιόφωνο η ροή του προγράμματος διακόπτεται απότομα και μια φωνή ανακοινώνει πως θα ακούσουμε το τραγούδι που θα μας εκπροσωπήσει στο διαγωνισμό της Γιουροβίζιον. «Δεν είναι και τόσο χάλια», σχολιάζουμε.

Όσο λείπαμε, στην επικαιρότητα έπαιζαν τα γνωστά επετειακά θέματα: Η σέξι καθηγήτρια που έκλεψε την παράσταση. Η παρελαύνουσα με τη μουσουλμανική μαντήλα που δίχασε. Ο νεαρός που δεν έστρεψε την κεφαλή προς τους επίσημους. Ο πανεπιστημιακός που ξεσκεπάζει τους μύθους για την επανάσταση. Υπήρξε πραγματικά το κρυφό σχολειό; Τι ακριβώς έγινε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου του 1821; Τι είπε ο Καραϊσκάκης λίγο πριν πεθάνει και πώς αυτό συνδέεται με τους δανειστές και την τρόικα; Πότε επιτέλους θα κλείσει η αξιολόγηση;

Νέα είδηση: Η Ραχήλ Μακρή επισκέφτηκε το ιστορικό σπήλαιο Μελιδονίου στο Ρέθυμνο, όπου κατά την Τουρκοκρατία σφαγιάστηκαν 370 γυναικόπαιδα. Εκεί ανακοίνωσε την ίδρυση ενός καινιούριου πολιτικού φορέα. «Το Μέτωπο Νίκης αποτελείται από πολίτες, με διάθεση να αγωνιστούν για την ανατροπή του καθεστώτος που υπάρχει στην Ελλάδα εδώ και επτά χρόνια», δήλωσε η ίδια.

Η κουβέντα για το Survivor δεν λέει να τελειώσει. Όταν οι οπαδοί κουράζονται, αναλαμβάνουν δράση οι πολέμιοι. Πάντα δε, υπάρχει και ένας που δεν έχει τηλεόραση, την έχει πετάξει εδώ και πέντε χρόνια στα σκουπίδια. Βέβαια, δεν χρειάζεται πια να έχεις τηλεόραση για να βλέπεις τηλεόραση. Εκείνος όμως νιώθει την ανάγκη να το πει ξανά και ξανά.

Αν πάντως διέθετε τηλεόραση, θα διαπίστωνε πως το προηγούμενο βράδυ παίχτηκε για τεσσαρακοστή έκτη φορά (τόσα χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που γυρίστηκε) η ταινία «Παπαφλέσσας» σε παραγωγή Τζέιμς Πάρις και σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ έπεσε ξανά νεκρός στο Μανιάκι και ο Στέφανος Στρατηγός ως Ιμπραήμ, του φίλησε το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού.

Ανήμερα την 25η Μαρτίου, ο  Αντ1 πρόβαλε την «Μαντώ Μαυρογένους» του Κώστα Καραγιάννη, παραγωγής 1971, με την Τζένη Καρέζη στον ομώνυμο ρόλο. Η ΕΡΤ, πιο ψαγμένη, έπαιξε τον «Καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη. Ο Σκάι παραδόξως δεν είχε Survivor, αλλά το ματς της εθνικής Ελλάδας με την αντίστοιχη του Βελγίου. Αν και με δέκα παίκτες από το εξήντα πέντε, κρατούσαμε τη νίκη με νύχια και με δόντια. Τελικά, λίγο πριν τα μεσάνυχτα ένα γκολ του Λουκάκου μας την στέρησε.

Πέσαμε για ύπνο με ανάμεικτα συναισθήματα και την Κυριακή ξυπνήσαμε σε σύγχυση. Έπρεπε να αλλάξουμε την ώρα στις ηλεκτρονικές μας συσκευές ή όχι; Τελικά καταλάβαμε ότι η αλλαγή είχε γίνει από μόνη της, ενώ εμείς κοιμόμασταν του καλού καιρού.

(πρώτη δημοσίευση A.V. 27/3/2017)